Ο μύκητας Botryosphaeria dothidea είναι αυτός που προκαλεί την ασθένεια κομμίωση της ροδακινιάς. Πρόκειται για μία ασθένεια του ξύλου της ροδακινιάς η οποία προκαλεί μείωση της παραγωγής και της ανάπτυξης των ροδακινεώνων. Η ασθένεια πήρε το όνομα της από το κύριο σύμπτωμα της, την άφθονη εκροή κόμμεος από το μολυσμένο ξύλο, δηλαδή μία παχύρρευστη κολλώδης ουσία σκούρου συνήθως χρώματος, από τις θέσεις μολύνσεως (πληγές και φακίδια επάνω στους ξυλώδεις βλαστούς και βραχίονες) του μύκητα. Ωστόσο, η έκκριση κόμμεος στην ροδακινιά συμβαίνει ακόμα από πλήθος βιοτικών και αβιοτικών παραγόντων, όπως η φυτόφθορα, ο συτοσπορικός καρκίνος, η προσβολή από σέζια ή κοσσό αλλά και η εφαρμογή ζιζανιοκτόνων. Η ασθένεια είναι δύσκολα αντιμετωπίσιμη ενώ σε κτήματα με μειωμένη άρδευση και θρέψη μπορεί να καταστρέψει ολοσχερώς την καλλιέργεια. Οι μύκητες του γένους Botryosphaeria μπορούν να προσβάλλουν και τα υπόλοιπα πυρηνόκαρπα όπως τα δαμάσκηνα, τα βερίκοκα, τα κεράσια και τα αμύγδαλα αλλά μόνο στα τελευταία έχουν προκαλέσει σοβαρές ζημιές. Εκτός των πυρηνοκάρπων ο μύκητας αυτός ευθύνεται για πλήθος ασθενειών σε πάνω από 200 καλλιεργούμενα φυτικά είδη (φυστικιά, καρυδιά, αμπέλι, καλλωπιστικά κ.α.).
Εικόνες 2α,2β. Βλαστοί με εκροή κόμμεως μετά από προσβολή από τον μύκητα B. dothidea.
Το κόμμι στη ροδακινιά παράγεται ως ανταπόκριση σε βιοτικές και αβιοτικές καταπονήσεις. Η ρητινώδης ουσία παράγεται από τον εκκριτικό ιστό, ο οποίος αποτελείται από ειδικά εκκριτικά κύτταρα. Το κόμμι αποτελείται από 85,67% υδατάνθρακες, 1,74% πρωτεΐνες και μέταλλα και 3,8% νερό.
Τα πρώτα συμπτώματα της κομμίωσης είναι διογκωμένα έλκη διαμέτρου 1-6mm που εμφανίζονται συνήθως σε φακίδια ή πληγές σε νεαρούς βλαστούς (Εικόνα εισαγωγής). Συνήθως το φακίδιο είναι στο κέντρο της μικρής αυτής υπερπλασίας καθώς από εκεί έγινε και η μόλυνση. Είναι πιθανό αυτά τα έλκη να εμφανίζονται στο τέλος τις σεζόν. Μετά την αρχική μόλυνση, τα έλκη αυξάνονται σε μέγεθος και επηρεάζουν το φλοίωμα και το ξύλο. Ταυτόχρονα εμφανίζεται και το πιο ορατό σύμπτωμα (για τη ροδακινιά) που είναι η παραγωγή κόμμεος. Το χειμώνα η παραγωγή κόμμεος μειώνεται, ωστόσο τα έλκη είναι εμφανή. Κάτω από την επιδερμίδα υπάρχει εμφανής μεταχρωματισμός του φλοιώματος που μπορεί να εκτείνεται μέχρι το κέντρο του κλαδιού ή τους βραχίονα στο ξύλωμα. Η ένταση των συμπτωμάτων διαφέρει ανάλογα την εποχή και την ποικιλία. Σε περιπτώσεις έντονων προσβολών μπορεί να προκληθεί μείωση παραγωγής έως 40%.
Ο πολλαπλασιασμός του μύκητα αλλά και οι μολύνσεις συμβαίνουν σε περιόδους βροχών και υψηλών θερμοκρασιών ωστόσο συνήθως τα συμπτώματα μπορεί να επιδεινωθούν σε περιόδους ζέστης και ξηρασίας λόγω της καταπόνησης που δημιουργείτε στα φυτά. Η μεταφορά των μολυσμάτων διαφέρει ανάλογα με τον βαθμό απελευθέρωσης ασκοσπορίων ή κονιδίων του μύκητα μέσω του αέρα και του νερού. Η μεταφορά μέσω του αέρα γίνεται αποκλειστικά από τα ασκοσπόρια κυρίως την Άνοιξη. Η απελευθέρωση των ασκοσπορίων σχετίζεται με τις συνθήκες υγρασίας που επικρατούν, η αερομεταφορά όμως γίνεται τις ημέρες με αέρα, χαμηλή σχετική υγρασία αλλά και υψηλή θερμοκρασία. Από την άλλη η μεταφορά μέσω του νερού συμβαίνει με μία μίξη ασκοσπορίων και κονιδίων. Τέλος, η διαχείμαση του μύκητα γίνεται σε πυκνίδια ενώ ο μύκητας μπορεί να παραμένει στις θέσεις μολύνσεως ανενεργός αναμένοντας μία κατάσταση καταπόνησης.
Η χημική αντιμετώπιση της ασθένειας είναι αδύνατη, η διαχείριση της όμως είναι εφικτή. Η δυνατότητα του μύκητα να προσβάλει όλη της περίοδο του έτους δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο την διαχείριση του. Από τη στιγμή που η μόλυνση θα εισχωρήσει στο φλοίωμα και στο ξύλωμα είναι αδύνατη η οποιαδήποτε θεραπεία και το τμήμα εκείνο του δένδρου είναι καταδικασμένο να ξεραθεί. Οι ψεκασμοί που διενεργούνται για την αντιμετώπιση των λοιπών μυκητολογικών ασθενειών προστατεύουν επαρκώς τα δένδρα και από αυτή την ασθένεια. Ωστόσο, σε χωράφια υγρά και σε περιόδους βροχοπτώσεων ο μύκητας πολλαπλασιάζεται ταχέως και προσβάλει τους φυτικούς ιστούς.
Η εφαρμογή γεωργικών πρακτικών αποφυγής και πρόληψης της ασθένειας είναι το σημαντικότερο μέτρο για την διαχείριση της.
1. Αποφυγή κλαδέματος πριν ή μετά την βροχή. Το κλάδεμα θα γίνεται μόνο της ξηρές περιόδους του χειμώνα.
2. Αποφυγή κλαδέματος σε δένδρα καταπονημένα από έλλειψη ή περίσσια νερού.
3. Κλάδεμα των προσβεβλημένων δένδρων τελευταία με συγκομιδή και κάψιμο των προσβολών.
4. Απώτερος στόχος του κλαδέματος είναι η επίτευξη επαρκούς αερισμού των φυτών.
5. Εφαρμογή χημικών προστατευτικών σκευασμάτων πριν και μετά το κλάδεμα (captan, χαλκοί)
6. Ισορροπημένη θρέψη και άρδευση με σκοπό την μέγιστη ευρωστία των δένδρων.
7. Τακτική ζιζανιοκτονία μηχανική ή χημική τηρώντας όμως όλα τα απαραίτητα μέτρα για την αποφυγή τοξικότητας.
Το παραπάνω εγχειρίδιο είναι ενημερωτικό, πάντα να συμβουλεύεστε τον τοπικό γεωπόνο.
Βιβλιογραφία:
Beckman, T. G., J. X. Chaparro, and W. B. Sherman. 2012. “‘MP-29’, a Clonal Interspecific Hybrid Rootstock for Peach.” HortScience. 47: 128–131.
Beckman, T. G. and C. C. Reilly. 2005. “Relative susceptibility of peach cultivars to fungal gummosis (Botryosphaeria dothidea).” J. Am. Pomol. Soc. 59: 111–116.
Beckman, T. G., P. L. Pusey, and P. F. Bertrand. 2003. “Impact of Fungal Gummosis on Peach Trees.” HortScience. 38: 1141–1143.
Beckman, T. G., C. C. Reilly, P. L. Pusey, and M. Hotchkiss (2011). “Progress in the Management of Peach Fungal Gummosis (Botryosphaeria dothidea) in the Southeastern US Peach Industry.” J. Am. Pomol. Soc. 65: 192–200.
Brooks, F. E. and D. M. Ferrin. 1994. “Branch dieback of southern California chaparral vegetation caused by Botryosphaeria dothidea.” Phytopathology. 84: 78–83.
Biggs, A. and K. O. Britton. 1988. “Presymptom Histopathology of Peach Trees Inoculated with Botryosphaeria obtusa and B. dothidea.” Phytopathology. 78: 1109-1118.
Ezra, D., M. Hershcovich, and D. Shtienberg. 2017. “Insights Into the Etiology of Gummosis Syndrome of Deciduous Fruit Trees in Israel and its Impact on Tree Productivity.” Plant Dis. 101: 1354–1361.
Fawcett, H. S. and O. F. Burger. 1911. “A Gum-Inducing Diplodia of Peach and Orange.” Mycologia. 3: 151.
Morrison, J. C. and V. S. Polito. 1985. “Gum Duct Development in Almond Fruit, Prunus dulcis (Mill.) D. A. Webb.” Botanical Gazette. 146: 15–25.
Okie, W. R. and P. L. Pusey. 1996. “USDA Peach Breeding in Georgia: Current Status and Breeding for Resistance to Botryosphaeria.” Acta Hortic. 151–158.
Polashock, J and M. Kramer. 2006. “Resistance of Blueberry Cultivars to Botryosphaeria Stem Blight and Phomopsis Twig Blight.” HortScience. 41: 1457–1461.
Pusey, P. L. 1989. “Availability and Dispersal of Ascospores and Conidia of Botryosphaeria in Peach Orchards.” Phytopathology. 79: 635–639.
Pusey, P. L., H. Kitajima, and Y. Wu. 1995. “Fungal gummosis.” Compend. stone fruit Dis. 98.
Pusey, P. L. 1986. “Symptomatic responses of peach trees to various isolates of Botryosphaeria dothidea.” Plant Dis. 70: 568–572.
Pusey, P. L. 1989. “Influence of water stress on susceptibility of nonwounded peach bark to Botryosphaeria dothidea.” Plant Dis. 73: 1000–1003.
Reilly, W. D. and W. R. Okie. 1982. "Distribution in the southeastern United States of peach tree fungal gummosis by Botryosphaeria dothidea." Plant Dis. 158–161.
Simas, F. et al. 2008. "Comparison of structure of gum exudate polysaccharides from the trunk and fruit of the peach tree (Prunus persica)." Carbohydr. Polym. 71: 218–228.
Weaver, D. J. A. 1974. "Gummosis Disease of Peach Trees Caused by Botryosphaeria dothidea." Phytopathology. 64: 1429–1432.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου