Παστόπουλος
Σάββας, Γεωπόνος MSc
Η καρυδιά (Juglans regia L.) μία από της σημαντικότερες καλλιέργειες για παραγωγή
ξηρών καρπών παγκοσμίως. Ανήκει στην οικογένεια Jugnandaceae και κατάγεται από το
Ιράν από όπου και εξαπλώθηκε σε όλο τον κόσμο (Arora, 1985). Καλλιεργείται
κυρίως στην Κίνα, στις Η.Π.Α., στο Ιράν και στην Τουρκία. Στην Ελλάδα η
παραγωγή κυμαίνεται γύρω στους 22.000
τόννους και είναι ελλειμματική. Τα τελευταία χρόνια ωστόσο έχουν αρχίσει
μαζικές φυτεύσεις καρυδιάς σε όλη σχεδόν την επικράτεια (Ρούσκας, 2013). Τα προϊόντα της καρυδιάς έχουν ποικίλες
χρήσεις. Οι καρποί χρησιμοποιούνται κυρίως ως ξηρός καρπός, στην ζαχαροπλαστική
και στην παραγωγή ελαίων, είναι πλούσιοι σε πρωτεΐνες, ω-3 λιπαρά οξέα και στην
παροχή ενέργειας. Περιέχουν μελατονίνη ένα αντιοξειδωτικό το οποίο ρυθμίζει τον
ύπνο. Τέλος, το α-λινολεικό οξύ που περιέχει διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην
παρουσία της καλής χοληστερόλςη στο αίμα μας. (Rana
et al,2007; Diousse
et al., 2005). Το κέλυφος
χρησιμοποιείτε σε κόλλες, πλαστικά καθώς και ως γυαλιστικό επιφανειών. Η ξυλεία
χρησιμοποιείται στην επιπλοποιία και στην παραγωγή φαρμάκων (Zamani et
al., 2011).
Η καρυδιά προσβάλλεται από πλήθος
ασθενειών, στην Ελλάδα οι σημαντικότερες μυκητολογικές από αυτές είναι η ανθράκωση
(Marssonina juglandis
(Lib.), η φυτόφθορα (Phytopthora cactorum (Lebert
and Cohn)) και η βοτρυόσφαιρα
(Botryospaeria dothidea
(Moug. ex Fr) Ces. & De Not). Η ανθράκωση είναι η πιο καταστρεπτική. Η
ασθένεια έχει εξαπλωθεί σε όλη τη χώρα και απαντάται σχεδόν σε όλα τα κτήματα.
Ο μύκητας επιτίθεται στα φύλλα, του καρπούς και του βλαστούς της φετινής
βλάστησης (Berry, 1977). Τα κύρια συμπτώματα, αρχικά, είναι ασύμμετρες
νεκρωτικές κηλίδες στα φύλλα και του καρπούς που συχνά περικλείονται από
κίτρινη άλο. Η ασθένεια προκαλεί πρώιμη φυλλόπτωση, επιβραδύνει την ανάπτυξη
του φυτού, και μειώνει σημαντικά την ανάπτυξη και την ποιότητα του καρπού. Η
ασθένεια ευθύνεται για τις μεγαλύτερες οικονομικές απώλειες από την καλλιέργεια
της καρυδιά παγκοσμίως (Belisario et al.,
2001; Van Sambeek et
al., 2003).
Ειδικότερα ο καρπός έχει μικρότερο
μέγεθος, μικρότερη μάζα, χαμηλά οργανοληπτικά χαρακτηριστικά και σκούρο χρώμα.
Η μείωση της παραγωγή μπορεί να ξεπεράσει το 80% της παραγωγής ενώ υπάρχει και
διαφορά από ποικιλία σε ποικιλία. Η πρόωρη φυλλόπτωση που προκαλεί η ασθένεια
μειώνει σημαντικά το γέμισμα του καρπού. Η πρώιμη προσβολή οδηγεί σε ραγδαία καρπόπτωση
(Saremi and Amiri,
2010; Black and Neely,
1978; Woeste and Beineke,
2001). Υπάρχουν διάφορες αιτίες που οδηγούν στον μεταχρωματισμό και στη συρρίκνωση
των καρπών, όπως οι προσβολές από το βακτήριο, από την καρπόκαψα αλλά και
κλιματικοί παράγονται όπως το έγκαυμα από τον ήλιο ή η υπερβολική σκίαση.
Εικόνα 1. Καρποί καρυδιάς από αρδευόμενο χωράφι (επάνω) και μη αρδευόμενο (κάτω), στο μη αρδευόμενο διακρίνεται έντονος μεταχρωματισμός της ψύχας (Ramos et al.,1978).
Τα συμπτώματα της ανθράκωσης της
καρυδιάς εμφανίζονται κυρίως στα ετήσια φύλλα, τους καρπούς και σπανιότερα στους
βλαστούς. Εμφανίζονται αρχικά στα φύλλα ως καφέ-μαύρες κυκλικές ή ασύμμετρες
νεκρωτικές κηλίδες. Στην πορεία ενώνονται και δημιουργούν νεκρωτικές
επιφάνειες. Τα φύλλα κιτρινίζουν και στο τελικό στάδιο (αργά το καλοκαίρι)
επέρχεται έντονη φυλλόπτωση (Black and Neely, 1976; Todhunter and Beineke,
1984). Οι Berry και Frederick (1997) αναγνώρισαν
τα συμπτώματα σε φύλλα, καρπούς και σε βλαστούς ως σκούρες κυκλικές ή μη
κηλίδες οι οποίες στα φύλλα περιβάλλονται από κίτρινη άλο. Στο τέλος του
καλοκαιριού ακολούθησε έντονη φυλλόπτωση (Berry and Frederick, 1997).
Η ασθένεια της ανθράκωσης προκαλείται
από το μύκητα Marssonina juglangis (Lib.)
Magnus, με τέλεια μορφή το Gnomonia leptostyla (Dastjerdi et
al., 2009). Οι Sharma και Sharma
(1999) αναφέρουν ότι τα ακέρβουλα του μύκητα εμφανίζονται νωρίς την άνοιξη ως
μικρές μαύρες κηλίδες στην κάτω επιφάνεια των προσβεβλημένων φύλλων. Οι
κονιδιοφόροι είναι υαλώδης, κοντοί, απλοί και ελλειπτικοί ενώ στην κορυφή τους
φέρουν κονίδια. Τα κονίδια φέρουν διάφορα σχήματα, ίσια, οβάλ ή δρεπανοειδής. Τέλος,
σημείωσαν ότι καφέ περιθήκια εμφανίζονται στα πεσμένα φύλλα τα οποία είναι
βυθισμένα στην επιφάνεια και οι άκρες προεξέχουν (Sharma
and Sharma, 1999).
Ο Fayret
και Parguey
(1976) επισήμαναν ότι η παραγωγή των ασκοσπορίων ξεκινά στους 10oC. Ενώ ο Matteoni και Neely
(1979) ανάφεραν ότι οι βέλτιστες θερμοκρασίες για την ανάπτυξη του μύκητα και
τη σποριογέννεση είναι από 22-26οC.
Κάτω από τους 10οC δεν παράγονται
κονίδια ούτε βλαστάνουν (Fayret and Parguey, 1976; Matteoni and Neely,
1979). Εκτεταμένες έρευνες έχουν γίνει για
την παθογένεια του παθογόνους της ανθράκωσης της καρυδιάς. Γενικά, έχει
αποδειχτεί ότι η εμφάνιση των συμπτωμάτων συμβαίνει 10-16 ημέρες από την ημέρα
της προσβολής ενώ η εμφάνιση των ακέρβουλων ακολουθεί μετά 8-10 ημέρες. (Dastjerdi et al., 200). Αυτό συνεπάγεται ότι ο έλεγχος ενός αγροκτήματος για
Ανθράκωση θα πρέπει να είναι τακτικότερος όταν περάσουν 12 ημέρες από περιόδους
υγρασίας.
Το παθογόνο διαχειμάζει στα πεσμένα
φύλλα στο έδαφος και στο πράσινο περικάρπιο των καρπών το οποίο παραμένει στο
χωράφι. Κατά τον Φεβρουάριο σχηματίζονται τα περιθήκια και μέχρι τον Μάρτιο
αναπτύσσονται τα ασκοσπόρια. Μετά από την επώαση εμφανίζονται τα πρώτα συμπτώματα.
Από το σημείο αυτό και έπειτα έχουμε συνεχή παραγωγή κονιδίων και οι
δευτερογενής μολύνσεις συνεχίζονται μέχρι αργά το φθινόπωρο (Veghelyi. and
Penzes, 1990; Jamshid and Salahi,
2009).
Η αντιμετώπιση της ασθένειας είναι μία
ιδιαίτερα πολύπλοκη διαδικασία που απαιτεί γνώσεις φυτοπροστασίας, θρέψης και
πρόληψης. Κατ’ αρχάς σημαντικό ρόλο παίζει η επιλογή του αγρού. Χωράφια που
χαρακτηρίζονται από υψηλή σχετική υγρασία ή υγρασία εδάφους, είναι επιρρεπή
στην εμφάνιση της ασθένειας. Όσο δύσκολο και αν ακούγεται η απομάκρυνση των
φυτικών υπολειμμάτων της καλλιέργειας ή η καταστροφή αυτών είναι κλειδί για την
μείωση των μολυσμάτων που θα διαχειμάσουν. Η περιεκτικότητα των φύλλων σε άζωτο
είναι μία σημαντική παράμετρος για την επιθετικότητα της ασθένειας. Φύλλα με
υψηλή συγκέντρωση αζώτου, την άνοιξη, εμφανίζουν ευαισθησία στην ασθένεια
(Saremi and Amiri, 2010; Neely,
1986).
Εικόνα
1. Ο κύκλος της ασθένειας
Η χημική αντιμετώπιση της ασθένειας
βασίζεται σε προληπτικές εφαρμογές. Στην Ελλάδα, επιτρέπεται η εφαρμογή μερικών
δραστικών ουσιών, κυρίως χαλκών και μυκητοκτόνων επαφής. Πιο συγκεκριμένα
επιτρέπονται οι δραστικές Dodine (Phi:120),
Captan (Phi: Πριν την άνθιση), Boscalid/pyraclostrobin
(Phi:28), Mancozeb (Phi:
45) Χαλκούχα (πηγη: minagric). Η χημική
αντιμετώπιση ξεκινάει νωρίς το χειμώνα με την εφαρμογή χαλκών, μετ’ έπειτα
ακολουθεί η εφαρμογή των προανθικών μυκητοκτόνων ειδικά τις περιόδους των
βροχών. Το καλοκαίρι πρέπει να υπάρχει παρακολούθηση για πιθανά συμπτώματα και
αν απαιτηθεί η περεταίρω εφαρμογή εγκεκριμένων δραστικών ουσιών. Στο εξωτερικό
έχουν γίνει αρκετές έρευνες για την αποτελεσματικότητα και άλλων δραστικών οι
οποίες δεν έχουν ακόμη έγκριση στην Ελλάδα. Σε αγροκτήματα με ιστορικό προσβολών
μπορεί να απαιτηθούν περισσότεροι από 5 ψεκασμοί όλη τη χρονιά.
Η ανθράκωση είναι η σημαντικότερη
μυκητολογική ασθένεια για την καλλιέργεια της καρυδιάς στην Ελλάδα. Μπορεί να
είναι καταστρεπτική για το σύνολο της παραγωγής. Πιστεύω ότι όλα τα αγροκτήματα
θα συναντήσουν προβλήματα με την ασθένεια.
Βιβλιογραφία:
Arora, R. K. 1985. Genetic
resource of less known cultivated food plants. NBPGR Science. Monograph, New
Delhi.p.1.
Belisario, A., Forti,
E., Cichello, A. M., Zoin, A., Barbieri, E. and Valier, A. 2001. Epidemiological
survey of Gnomonia leptostyla in Juglans regia hedgerow trained orchard. Acta
Horticul.544 : 405- 409
Berry, F. H. 1977. Control
of walnut anthracnose with fungicide in a black walnut plantation. Pl. Dis Rep.
61 : 378-379
Berry, L. I. and
Frederick, H. 1997. Control of walnut anthracnose with fungicides in a black
walnut plantation. Pl.
Dis Rep.61 : 378-379
Black, W. M. and
Neely, D. 1976. Effects of selected environmental factors on the severity of
walnut anthracnose. Proceedings of the American Phytopathol. Society 3 : 284
Black, W. M. and
Neely, D. 1978. Effects of temperature, free moisture, and relative humidity on
the occurrence of walnut anthracnose. Phytopathol. 68 : 1054-1056
Dastjerdi, R.,
Hassani, D. and Nikkhah, M. J. 2009. Study on some characteristics, assessment
of pathogenicity and diversity in Gnomonia leptostyla isolates, casual agent of
walnut anthracnose in Iran. Iran J.Pl.Pathol.
45 : 17-18
Diousse, L., Pankow,
J. S., Eckfeldt, J. H., Folsom, A. R., Hopkins, P. N., Province, M. A., Hong,
Y. and Ellision, R. C. 2001. Relation between dietary linoleic acid and
coronary artery disease in the National Heart, Lung and Blood Institute Family
Heart study. American J. of Nutrition 74 : 612-619.
Fayret, T. J. and
Parguey L. A. 1976. Heat inhibition of saprophyte development during ripening
of perithecia of Gnomonia leptostyla (Fr.) Ces. de Not. Revue-de-Mycologie40 :
245-253.
Jamshidi, S. and
Salahi, S. 2009. Growth and sporulation of some Gnomonia leptostyla isolates in
various culture media. J. New Agricul. Sci.4 : 1-10.
Matteoni, J. A. and
Neely, D. 1979. Gnomonia leptostyla: growth, sporulation, and heterothallism. Mycologia
71: 1034-1042.
Neely, D. 1986. Total
leaf nitrogen correlated with walnut anthracnose resistance. J. of
Arboriculture 12 : 312-315.
Rana, J. C., Singh,
D., Yadav, S. K., Verma, M. K., Kumar, K. and Predheep, K. 2007. Genetic diversity
collected and observed in Persian walnut (Juglas regia L.) in the western
himalayan region of India. Pl. Genet. Res. News Letter 51 : 68-73
Reiter, R. J.,
Manchester, L. C. and Tan, D. X. 2005. Melatonin in walnuts: influences on
levels of Melatonin and total antioxidant capacity of blood. Int. J. Appl. Basic Nutritional Sci. 21 : 920-924
Saremi, H. and Amiri,
M. E. 2010. Evalvation of resistance to Anthracnose (Marssonina juglandis)
among diverse Iranian clones of walnut (Juglans regia L.). J. Food, Agricul.
and Environ. 2 : 375-378,
Sharma LR, Sharma YP
(1999). Diseases of temperate nut crops. In:Diseases of Horticultural
Crops-Fruits, Verma LR, Sharma RC (Eds). Indus Publishing Company, New Delhi pp
209.
Todhunter, M. N. and
Beineke, W. F. 1984. Effect of anthracnose on growth of grafted black walnut.
Pl.Dis. 68 : 203-204
Van Sambeek, J. W.
2003. Legume ground covers alter defoliation response of black walnut saplings
to drought and anthracnose. In: Proceedings, 13th
CentralHardwoodForest conference. (Eds. Van Sambeek, J. W., Dawson, J. O.,
Ponder, F., Loewenstein, E. F. and Fralish, J. S). St. Paul, U.S. Department of
Agriculture, North Central Research Station, pp. 565
Veghelyi, K. and
Penzes, T. T. 1990. Life cycle, forecast and control of Gnomonia leptostyla
(Fr.) Ces. et de Not. Acta Horticul. 284 : p.303
Woeste, K. E. and
Beineke, W. F. 2001. An efficient method for evalvating black walnut for
Resistance to walnut anthracnose in field plots and the identification of
resistant genotypes. Pl. Breeding 120 : 454-456.
Zamani, A. R., Imami, A., Mirza, M. A and Mohammadi, R. 2011. A study
and comparison of control methods of anthracnose disease in walnut trees of
Roodbar region. Int. J.
Nuts and Related Sci. 2: 75-81.
Ρούσκας, Δ. 2013. Η
καλλιέργεια της καρυδιάς. Γεωργία κτηνοτροφία, τευχος 10.σελ. 40-58
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου